- λήμα
- (I)ηζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας chrysomelidae.————————(II)λῆμα, τὸ (Α)1. ισχυρή θέληση, επιθυμία, απόφαση2. θάρρος, αποφασιστικότητα («εὔτολμον ψυχῆς λῆμα», Σιμων.)3. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια («δῆλον... τἀνθρώπου 'στι τὸ λῆμα», Αριστοφ.)4. φρ. α) «μητρώον λήμα» — η μητρική υπερηφάνεια, Σοφ.β) «λήματος κάκη» — αδυναμία θέλησης, δειλία, Αισχύλ.5. πνεύμα, θάρρος, πρόθυμη διάθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶ* «θέλω» + κατάλ. -μα (πρβλ. ποιῶ: ποίημα)].
Dictionary of Greek. 2013.